- σφενδονητικη
- σφενδονητικήἡ (sc. τέχνη) искусство метания из пращи Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σφενδονητικῇ — σφενδονητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονητικός — ή, όν, Α [σφενδονήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφενδονητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τής σφενδόνης … Dictionary of Greek